- ολιγοψυχία
- η (Α ὀλιγοψυχία, ιων. τ. ὀλιγοψυχίη)βλ. λιγοψυχιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγοψυχία — ὀλιγοψυχίᾱ , ὀλιγοψυχία faint heartedness fem nom/voc/acc dual ὀλιγοψυχίᾱ , ὀλιγοψυχία faint heartedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοψυχίᾳ — ὀλιγοψυχίᾱͅ , ὀλιγοψυχία faint heartedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγοψυχία — ολιγοψυχία, η και λιγοψυχία, η 1. έλλειψη θάρρους, δειλία. 2. τάση για λιποθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀλιγοψυχίας — ὀλιγοψυχίᾱς , ὀλιγοψυχία faint heartedness fem acc pl ὀλιγοψυχίᾱς , ὀλιγοψυχία faint heartedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοψυχίαι — ὀλιγοψυχίᾱͅ , ὀλιγοψυχία faint heartedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοψυχίαν — ὀλιγοψυχίᾱν , ὀλιγοψυχία faint heartedness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοψυχίαις — ὀλιγοψυχία faint heartedness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοψυχίη — ὀλιγοψυχία faint heartedness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοψυχίῃ — ὀλιγοψυχία faint heartedness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγοψυχιά — και ολιγοψυχία, η (Α ολιγοψυχία, ιων. τ. ολιγοψυχίη) [ολιγόψυχος] 1. έλλειψη θάρρους ή αντοχής, δειλία, ανανδρία 2. τάση για εμετό ή για λιποθυμία … Dictionary of Greek